- ανακαγχασμός
- οδυνατό, πλατύ γέλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαγχάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου («Φλοξ»), ιστορικό, λογοτέχνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακαγχάζω — (Α ἀνακαγχάζω) καγχάζω δυνατά, ξεσπώ σε δυνατό γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + καγχάζω. ΠΑΡ. νεοελλ. ανακαγχασμός] … Dictionary of Greek